- αταλαιπώρητος
- η , ο [ος , ον ]1) не бедствовавший, не испытавший тяжёлых лишений; счастливый, благополучный; 2) см. αβασάνιστος
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αταλαιπώρητος — η, ο (Α ἀταλαιπώρητος, ον) ο δίχως ταλαιπωρίες και στενοχώριες νεοελλ. 1. ξεκούραστος 2. ο χωρίς εντατική προσπάθεια, αβασάνιστος, επιπόλαιος … Dictionary of Greek
αταλαιπώρητος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν ταλαιπωρήθηκε, αβασάνιστος: Φαινόταν πολύ νεότερος, γιατί ήταν αταλαιπώρητος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αβασάνιστος — η, ο (Α ἀβασάνιστος, ον) [βασανίζω] 1. αυτός που δεν υποβλήθηκε σε έλεγχο, σε δοκιμασία, ανεξέλεγκτος, ανερεύνητος, αδοκίμαστος, ανεξέταστος 2. αυτός που δεν έχει υποστεί βάσανα (ταλαιπωρίες, στενοχώριες κ.λπ.), ο αταλαιπώρητος (στα αρχ. το επίρρ … Dictionary of Greek
ακακοπάθητος — η, ο [κακοπαθώ] αυτός που δεν έχει κακοπαθήσει, αταλαιπώρητος, αβασάνιστος … Dictionary of Greek
ακακοπέραστος — η, ο [κακοπερνώ] αυτός που δεν κακοπέρασε, που δεν δυστύχησε στη ζωή του, ο αταλαιπώρητος … Dictionary of Greek
ακακούχητος — η, ο [κακουχώ] αυτός που δεν έχει υποστεί κακουχίες, ο αταλαιπώρητος … Dictionary of Greek
ατυράννιστος — και ατυράγνιστος και ατυράννητος, η, ο 1. αβασάνιστος, αταλαιπώρητος 2. (μτφ. για καταστάσεις) αυτός που δεν συνοδεύεται από ταλαιπωρίες, ανώδυνος 3. (για ζώα) αυτός που δεν τον τυραννά ή δεν τον κακοποιεί ο άνθρωπος … Dictionary of Greek
αβασάνιστος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δε δοκίμασε στη ζωή του βάσανα, αταλαιπώρητος: Είχε πάντα μεγάλη αισιοδοξία, ίσως επειδή ήταν αβασάνιστος. 2. αυτός που δεν υποβλήθηκε σε έλεγχο, εξέταση: Δεχόταν σχεδόν το καθετί αβασάνιστα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)